- πανόπτρια
- πᾰνόπτρια, ἡ, fem. of πανόπτης, Phot.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πανόπτρια — fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανόπτρια — ἡ, Μ βλ. πανόπτης … Dictionary of Greek
πανοπτρίας — πανοπτρίᾱς , πανόπτρια fem acc pl πανοπτρίᾱς , πανόπτρια fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανόπτης — ο / Μ θηλ. πανόπτρια, ΝΜΑ αυτός που μπορεί να βλέπει, να επιβλέπει ή να ελέγχει τα πάντα, πανεπόπτης αρχ. 1. (ως επίθ. τού Διός ή άλλων θεών και τού Ηλίου, αλλά και ανθρώπων («τὸν πανόπτην κύκλον ἡλίου», Αισχύλ.) 2. στον πληθ. Πανόπται τίτλος… … Dictionary of Greek